-
1 αγωγον
-
2 αγωγόν
-
3 ἀγωγόν
-
4 ὀδοντ-αγωγόν
ὀδοντ-αγωγόν, τό, Zahnzieher, sp. Medic.
-
5 ἀγωγός
ἀγωγός, ὁ, der Führer, Wegweiser, Her. 3, 25; Thuc. 2, 12. 4, 78; ἀγωγοὶ ὕδατος, Wasserleitung, Hercdian. 7, 12, 7. – Als adj. führend, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί Eur. Hec. 536, Trankopfer, welche die Todten herauf beschwören; δακρύων Troad. 1121; τὰ ἀγ. Plat. Rep. VII, 525 a; δύναμις ἀνϑρώπων ἀγ. Plut. Lyc. 5, eine die Menschen leitende Kraft. προϑυμία ἀγωγὸς εἰς μίμησιν Pericl. 1; τὸ ἀγωγόν, das Anziehende, die Verführung, Plut.
-
6 επαγωγον
-
7 συναγωγον
-
8 ὀδονταγωγόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀδονταγωγόν
-
9 ὀδονταγωγόν
ὀδοντ-αγωγόν, τό, Zahnzieher
См. также в других словарях:
ἀγωγόν — ἀγωγός leading masc/fem acc sg ἀγωγός leading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek